- ἱππολύτου
- ἱππόλυτοςletting horses loosemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἱππολύτου — Ἱππόλυτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροιζήνα — I Αρχαιότατη ιωνική πόλη της Αργολίδας. Βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, κοντά στο σημερινό χωριό Δαμαλά και απείχε από τον Σαρωνικό κόλπο περίπου 3 χλμ. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η Τ. αναφέρεται ως γενέτειρα πόλη του Θησέα,… … Dictionary of Greek
Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… … Dictionary of Greek
φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… … Dictionary of Greek
βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek
σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… … Dictionary of Greek
Αγαθόνικος, Αχιλλέας — (1832 1892).Νομικός. Διακρίθηκε για το συγγραφικό και το νομικό του έργο και το 1892 ονομάστηκε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Σπουδαιότερα συγγράμματά του είναι: Άρειος Πάγος και οι Εφέται (1884), Εισαγωγή εις την Αθηναίων Πολιτείαν του… … Dictionary of Greek
Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… … Dictionary of Greek